- παχυλῶς
- παχυλόςthickishadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παχυλός — (pachylus). Κολεόπτερο έντομο της οικογένειας των τενεβριιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν στην Ελλάδα, Ισπανία, Μαρόκο, Μικρά Ασία και Αραβία. Το αξιολογότερο είναι ο π. ο στικτός, με μέτριο μέγεθος, μεγάλη κοιλιά και ισχυρά πόδια … Dictionary of Greek
bhenĝh-, bhn̥ĝh- (adj. bhn̥ĝhu-s) — bhenĝh , bhn̥ĝh (adj. bhn̥ĝhu s) English meaning: thick, fat Deutsche Übersetzung: “dick, dicht, feist” Material: O.Ind. bahu “dense, rich, much, a lot of” “compounds Sup. baṁhīyas , baṁhišṭha (= Gk. παχύς); bahulá “thick,… … Proto-Indo-European etymological dictionary